- απόμικρος
- -η, -οπολύ πολύ μικρός («από μια σπίθα απόμικρη φωτιά μεγάλη εγίνη», Ερωτόκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… … Dictionary of Greek